έρμος

έρμος
I
Αρχαίος δήμος της Αττικής που ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή. Η θέση του αμφισβητείται, αλλά φαίνεται πως βρισκόταν στην περιοχή του Αττικού Ολύμπου (μεταξύ της Πάρνηθας και του Αιγάλεω).
II
Ποταμός (350 χλμ.) της δυτικής Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι τον ονομάζουν Γκεντίζ-τσάι. Πηγάζει από την οροσειρά του Διδύμου, κοντά στην κωμόπολη Γκεντίζ, απ’ όπου πήρε και την ονομασία του στα τουρκικά. Ρέει μέσα από την πιο εύφορη πεδιάδα της Ανατολής και στην περιοχή του Ουσάκ εκβάλλουν σε αυτόν πολλοί μικροί ποταμοί: Σαρήκιοϊ, Πακτωλός, Κρύος, Ίλλος και Λύκος. Η ροή συνεχίζεται μέχρι το Αιγαίο, στα Β του κόλπου της Σμύρνης. Παλαιότερα έφτανε λίγο πριν από το στόμιο του λιμανιού της· επειδή όμως υπήρχε κίνδυνος να φραχθεί το λιμάνι από τη λάσπη που έφερνε το ποτάμι, το 1880-86 δημιουργήθηκε νέα κοίτη με εκβολή σε όρμο κοντά στη Φώκαια. Αλλά και η νέα περιοχή εκβολής του έχει αρχίσει να προσχώνεται, γι’ αυτό και γίνονται εκεί συνεχείς εκσκαφές για την αποτροπή της.
* * *
-η, -ο
βλ. έρημος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἕρμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρμος — η, ο βλ. έρημος, η, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἕρμοι — Ἕρμος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕρμον — Ἕρμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕρμου — Ἕρμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕρμους — Ἕρμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕρμων — Ἕρμος masc gen pl Ἕρμων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕρμῳ — Ἕρμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ερμαϊκός — (I) ή, ό (AM Ἑρμαϊκός, ή, όν) [Ερμής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ερμή ή είναι όμοιος με τον Ερμή («ερμαϊκές στήλες» τετράγωνες λίθινες ή μαρμάρινες στήλες με την κεφαλή τού θεού Ερμή που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ως οδοδείκτες) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”